ἐφέδρα

ἐφέδρα
ἐφέδρ-α, Ion, [full] ἐπέδρη, ,
A sitting by or before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17;

ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65

; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.).
2 sitting upon, Pl.Plt. 288a.
II stable, Phleg.Mir.3.
2 base, Hero Spir.1.30.
3 surface of a threshold, Rev.Phil.44.249 (Didyma, ii B.C.).
III a plant, = ἵππουρις, Hsch., Plin.HN26.36, Ps.-Dsc.4.46.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐφέδρα — ἐφέδρᾱ , ἐφέδρα sitting by fem nom/voc/acc dual ἐφέδρᾱ , ἐφέδρα sitting by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδρᾳ — ἐφέδραι , ἐφέδρα sitting by fem nom/voc pl ἐφέδρᾱͅ , ἐφέδρα sitting by fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… …   Dictionary of Greek

  • ἐφέδρας — ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem acc pl ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδραν — ἐφέδρᾱν , ἐφέδρα sitting by fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέδρην — ἐφέδρα sitting by fem acc sg (epic ionic) ἐπέδρη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέδρης — ἐφέδρα sitting by fem gen sg (epic ionic) ἐπέδρη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέδρην — ἐφέδρα sitting by fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… …   Dictionary of Greek

  • Хвойник двухколосковый — Общий вид женского растения ( …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”